23.8.10

Eίμαστε όλοι Ρομά !

Οι ειδήσεις τρέχουν καθημερινά με ρυθμό εξουθενωτικό. Κυρίως οι δυσάρεστες. Στην Ελλάδα είναι το Μνημόνιο, οι υποψήφιοι των εκλογών που έρχονται και εσχάτως οι φωτιές του Αυγουστιάτικου αγέρα. Η καλοκαιρινή ραστώνη φτάνει προς το τέλος της και όπως φαίνεται το επερχόμενο φθινόπωρο θα΄ναι κι αυτό θερμό. Στην Ευρώπη τα νέα που δεσπόζουν είναι οι νέες διώξεις των Ρομά από τη γαλλική κυβέρνηση που τους υποχρεώνει με 300 ευρώ το κεφάλι να επιστρέφουν άρον άρον στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Απ΄όπου έφυγαν γιατί ήταν αδύνατο να ζήσουν.

Γαλλία. Δεν έχουν στεγνώσει ακόμη τα συνθήματα του Μάη του ΄68, ούτε έσβησαν ακόμη οι φωτιές στα παρισινά προάστια το 2007, όταν ξέσπασαν οι ταραχές με αφορμή την εξέγερση των νεαρών μεταναστών στα γκέτο. Από τότε μέχρι σήμερα η κεντρική εξουσία δεν φάνηκε να αναζητεί τρόπους για να βελτιώσει την κατάσταση για τους κολασμένους των αστικών ερήμων που περιβάλλουν τις μεγάλες πόλεις, γεμάτες προβλήματα και θυμό που γεννά η στέρηση και η ανάγκη. Όσοι δεν έχουν δει ακόμη την ταινία του γάλλου σκηνοθέτη Ματιέ Κασοβίτς «Το μίσος» [La haine, 1995],ας την αναζητήσουν. Όσα διαδραματίζονται περιγράφουν ανάγλυφα το σημερινό ζόφο. Μια ταινία που μου φέρνει στο νου εκείνη του Ίγκμαρ Μπέργκμαν «Το αυγό του φιδιού»[1977] που αναφερόταν σε μια άλλη εποχή, τις αρχές της δεκαετίας του ΄20 στο Βερολίνο τα χρόνια που επωάζονταν μέσα σε κλίμα φόβου, η επερχόμενη κόλαση του ναζισμού.


Στη Γαλλία των ποιητών και του διαφωτισμού, της αστικής επανάστασης, των μανιφέστων και των προγραμμάτων της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, του υπαρξισμού και των φιλοσόφων του δρόμου, του Μάη που άλλαξε τις συνειδήσεις και των ευρωπαϊκών θεσμών του σήμερα, φαίνεται πως οι ευρωπαϊκές συνθήκες για τη μετακίνηση πληθυσμών και την καταπολέμηση του αποκλεισμού, σήμερα πια σε εποχή κρίσης φαίνονται να δοκιμάζονται χωρίς όρια.


Πριν από λίγες μέρες, όταν ξεκίνησε το αυγουστιάτικο πογκρόμ κατά των Ρομά, η εφημερίδα Monde στηλίτευσε με άρθρο του διευθυντή της τις πρακτικές και τις μεθόδους της σημερινής κυβέρνησης και επεσήμανε πως όσα συμβαίνουν δεν έχουν καμιά σχέση με τις ευρωπαϊκές προβλέψεις. Που είναι αλήθεια σήμερα οι θαρραλέες φωνές των γάλλων διανοουμένων; Στη χώρα του Ζαν Πωλ Σαρτρ και του Μισέλ Φουκώ, του Κλωντ Λεβί Στρος και του Ζακ Λικ Γκοντάρ, στη χώρα που εδρεύει το Συμβούλιο της Ευρώπης στο Στρασβούργο που έχουν χαθεί οι  ευαίσθητες φωνές και δεν ακούγεται από πουθενά καμιά αντίδραση;

Ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, στη διάρκεια του γαλλικού Μάη κατηγορήθηκε ως εβραίος από το γκωλικό κράτος και την άλλη μέρα το Παρίσι σείονταν από το σύνθημα «είμαστε όλοι εβραίοι», σήμερα που κάθε μέρα διαλύονται καταυλισμοί Ρομά και απελαύνονται εκατοντάδες άνθρωποι με πενταροδεκάρες, ποιοί επιτέλους θα ορθώσουν το ηθικό τους έστω ανάστημα μιλώντας για τα αυτονόητα;...Οι πρακτικές αυτές δεν έχουν κανένα ηθικό έρμα, γιατί δεν διαθέτουν ούτε πολιτική νομιμοποίηση καθώς αντιστρατεύονται τις ευρωπαϊκές συνθήκες αλλά ούτε και ανταποκρίνονται στα διδάγματα της ιστορικής και της πολιτιστικής εμπειρίας της γηραιάς ηπείρου που στη διάρκεια του περασμένου αιώνα δεν κατάφερε να αποφύγει τους πολέμους και την ανθρώπινη οδύνη ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες της κόλασης για εκατομμύρια εβραίους, ευρωπαίους και διαφορετικούς πολίτες που βρέθηκαν απροετοίμαστοι στο έλεος μιας πρωτοφανούς βαρβαρότητας.

H Κάρμεν, η ηρωίδα του Μπιζέ στην ομώνυμη όπερα τραγουδάει: «Ο έρωτας είναι παιδί τσιγγάνου, ποτέ μα ποτέ δεν γνώρισε το νόμο».Και στο ισπανικά φλαμέγκο, του πάθους και της ελευθερίας, ο τσιγκάνικος χορός μεταμορφώνει το σπίρτο και τη δύναμη μιας αδούλωτης βαθιάς ψυχής σε σπαρακτική σωματική εικονογραφία της πιο ακραίας υποδήλωσης του έρωτα και του θανάτου μαζί την ίδια ώρα. Στις λαϊκές εκφράσεις μιας πλατιάς παράδοσης αλλά και στις πιο έντεχνες και γοητευτικές καλλιτεχνικές αφηγήσεις, οι τσιγγάνοι, η φυλή των Ρομά, πάντα είχε μια θέση που όμως ποτέ δεν ανταποκρίνονταν στη δημόσια μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε στη διάρκεια της πολυτάραχης ευρωπαϊκής ιστορίας. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί στο Άουσβιτς και το Μπίρκεναου η μοίρα τους ήταν κοινή με των εβραίων της σοά. Τους έκαιγαν στους φούρνους.


Σήμερα που η ενωμένη Ευρώπη έχει χτίσει ένα σημαντικό κανονιστικό πλαίσιο και τα ζητήματα της καταπολέμησης των κάθε λογής αποκλεισμών βρίσκονται μέσα στην ημερήσια ατζέντα των κεντρικών της θεσμικών εκφράσεων, την ώρα που η επίτροπος Δικαιοσύνης κ.Ρέντιγκ εφιστά την προσοχή των κυβερνήσεων στην τήρηση του κοινού ευρωπαϊκού κεκτημένου, εθνικές κυβερνήσεις στη Γαλλία και την Ιταλία εμφανίζονται να επιλέγουν και να ακολουθούν πολιτικές που ελάχιστη σχέση φαίνεται να έχουν με κάθε δέσμευση απέναντι σε κοινές ρυθμίσεις που έχουν προσυπογράψει. Αλήθεια που είναι το ευρωπαϊκό δικαστήριο των ανθρώπινων διακαιωμάτων αυτή την ώρα; Μόνο σε πολεμικές και εμφύλιες διαμάχες κινητοποιείται αυτεπάγγελτα; Ο φοβερός μηχανισμός της χρηματοπιστωτικής συνθήκης και της κίνησης των κεφαλαίων έχει τακτοποιήσει τα πάντα και διαθέτει μια απίστευτη ετοιμότητα και για τα πιο μικρά ζητήματα. Για την κίνηση και τη βίαιη μετακίνηση των ανθρώπινων υπάρξεων γιατί εμφανίζεται να αντιδρά με τόση αδράνεια;


Η (πολιτική) Ευρώπη είχε πει πρόσφατα σε συνέντευξή του ο πάλαι ποτέ κόκκινος Ντάνι, πως αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη ουτοπία. Η θέση του με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Είναι προφανές πως χρειάζεται τεράστια προσπάθεια για να καταφέρει κάποια στιγμή αυτό να γίνει μια πραγματικότητα. Η φοβερή ιστορική πραγματικότητα των τελευταίων αιώνων δείχνει να αποθαρρύνει μια αντίστοιχη προοπτική και όσα βέβαια συμβαίνουν τώρα δεν αποτελούν ευοίωνα σημάδια. Στην Ουγγαρία, το κόμμα Γιόμπικ, που πήρε στις εκλογές 18%, έχει στο πρόγραμμά του την πρόβλεψη για την ανάπτυξη ενός μαζικού προγράμματος στείρωσης των Ρομά(!).Δεν ξέρω αν θα είναι εθελοντική ή υποχρεωτική για όλους αδιακρίτως. Και στην κοντινή μας Ιταλία, ο υπουργός Μορόνι, υπεύθυνος για τη μετανάστευση δηλώνει πως το ιταλικό κράτος στο ζήτημα των ρομά και όλων όσων δεν είναι νόμιμοι προφανώς θα είναι άκαμπτο.

Υπάρχει πολύ μεγάλη ρητορεία για την παραβατικότητα των ρομά. Τη συστηματική επαιτεία που ασκούν και τις κλοπές που διαπράττουν. Το εμπόριο και το λαθρεμπόριο που μπλέκονται πολλές φορές. Την περηφάνεια τους ακόμη και την αδυναμία μας να συνομιλήσουμε μαζί τους. Δεν μιλάμε όμως συνήθως ή και ποτέ για τα προβλήματά τους. Τη φτώχεια, την ένδεια, τις φυσικές ανθρώπινες ανάγκες που για όλους τους υπόλοιπους θεωρούνται πράγματα αυτονόητα. Την παρουσία των παιδιών τους στο σχολειό, την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες και κοινωνική φροντίδα, τη δυνατότητά τους να αισθάνονται ισότιμοι με μας πολίτες. Τη στοιχειώδη ανάγκη τους για καταυλισμούς που δεν θα αποτελούν μικρές χωματερές γεμάτες σκουπίδια που ουδείς Ο.Τ.Α. μαζεύει, τη δυνατότητά τους να έχουν ρεύμα και νερό τρεχούμενο και κυρίως το δικαίωμά τους να ζουν με τον τρόπο τους και όχι κατ΄ανάγκη με τις δικές μας νόρμες. Την επαφή τους με στοιχειωδώς οργανωμένους και καθαρούς δημόσιους χώρους που θα μπορούν να οικειοποιούνται και να παίζουν τα παιδιά τους. Την επαφή τους με την ευρύτερη ανθρώπινη κοινότητα και την παρουσία των κοινωνικών θεσμών του τόπου που τους υποδέχεται μέσα από προγράμματα που θα συνδιαμορφώνουν οι ίδιοι…


Το φωτεινό παράδειγμα της Σαμπιχά Σουλεϊμάν* και του Συλλόγου γυναικών ρομά στο Δροσερό της Ξάνθης δείχνει ένα δρόμο. Όχι ιδρυματικές αντιμετωπίσεις και φιλανθρωπίες. Ούτε διαπραγμάτευση στεγαστικών και κοινωνικών βοηθημάτων που απλά μεταθέτουν και αναπαράγουν τα προβλήματα. Άμεση και μετωπική αντιμετώπιση της καθημερινότητας και των αληθινών βιοτικών αναγκών. Με δραστικές στάσεις απέναντι στα ζητήματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη κοινή καθημερινή συνθήκη και την κάλυψη των αυτονόητων αναγκών τους. Δουλειά και απασχόληση με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοπρέπεια, πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, στοιχειώδης οργάνωση του δημόσιου χώρου των καταυλισμών και αναβάθμιση της ποιότητάς του, συλλογική διαπραγμάτευση με την κοινότητα για τη δημιουργία ενός ελάχιστου κλίματος ανεκτικότητας στη συνύπαρξη μαζί της και βεβαίως και πάνω απ΄όλα σεβασμός της ιδιαιτερότητας και της προσωπικής επιλογής των ρομά να διαβιώνουν μέσα από τα δικά τους αξιακά πρότυπα και τις δικές τους προτιμήσεις…


Στο Ηράκλειο της Κρήτης υπάρχει ένας καταυλισμός Ρομά. Πολύ κοντά στην πόλη και στο αεροδρόμιο. Και εκεί τα προβλήματα είναι τα ίδια και δυσεπίλυτα. Υπάρχει όμως και μια παράδοση ανεκτικότητας και δημοκρατικής νοοτροπίας καλλιεργημένης στο χρόνο, που μου λέει πως τα πράγματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με ένα θετικό τρόπο. Η καταπολέμηση των αποκλεισμών στο δημόσιο χώρο μπορεί να αποτελέσει υπόθεση της κοινωνίας των πολιτών. Το Ηράκλειο μπορεί να ακολουθήσει ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνους που καθημερινά βλέπουμε να ακολουθούνται στον «πολιτισμένο» ευρωπαϊκό βορρά. Στην Κρήτη-ήπειρο της Μεσογειακής ανατολής εκεί που τα ρεύματα των διαδρομών του πολιτισμού που διέτρεχαν πάντα τη γη της από τις άκρες της ανοιχτής θάλασσας ίσαμε τις απάτητες κορυφές των βουνών της, οι άνθρωποί κατάφεραν σε όλες τις εποχές να καλλιεργήσουν τις βαθύτερες συνάψεις που σφυρηλάτησαν την ενότητά τους και εναντιώθηκαν πάντα σχεδόν σε κατακτητές και νοοτροπίες που τους ήθελαν δούλους και προσκυνημένους... Δεν τα γράφω αυτά επειδή νιώθω διαφορετικός αλλά γιατί έχω τη βαθιά πεποίθηση πως ο Τόπος είναι που κάνει διαφορετικούς τους ανθρώπους…Στην Κρήτη υπάρχει ακόμη λεβεντιά και φιλότιμο…Και κυρίως κουζουλάδα και αντίσταση σε μια συνθήκη που δεν έχει καταφέρει να μας κατακτήσει ολάκερους…Εκείνης της ιδιώτευσης και του ατομικού συμφέροντος… Και αντιπροτείνει μια συλλογικότητα που αρνείται ευτυχώς να χρήσει την απληστία και το προσωπικό όφελος ως το πιο σημαντικό κίνητρο της καθημερινής μας συνύπαρξης…

Odyss, 23.08.2010

Σημειώσεις:
 
*/ Σαμπιχά Σουλεϊμάν: Μια σπουδαία Ελληνίδα γυναίκα Ρομά , πρόεδρος του Συλλόγου Γυναικών Δροσερού Ξάνθης, που έχει προσφέρει σημαντικό έργο στην καταπολέμηση του αποκλεισμού σε μια κοινότητα 1200 ανθρώπων στην περιοχή της Ξάνθης. Οι πρωτοβουλίες της για τη βελτίωση της καθημερινότητας της κοινότητας των Ρομά και ο αγώνας της για τη δημιουργία ανθρώπινων υποδομών στον οικισμό , σε συνεργασία με την Αρχιτεκτονική σχολή του Πολυτεχνείου Θράκης και τον καθηγητή Πατρίκιο, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα μιας αστείρευτης κινητικότητας που έχει εκτιμηθεί ιδιάιτερα και τιμηθεί από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας (2007) και διεθνείς οργανισμούς για τα δικαιώματα του ανθρώπου.Η Σαμπιχά Σουλεϊμάν αποτελεί μια φωτεινή περίπτωση που αξίζει να γνωρίσουμε και να προβάλλουμε, τώρα που η αντιμετώπιση των κοινοτήτων των Ρομά σε όλη την Ευρώπη φαίνεται να ανταποκρίνεται όλο και πιο πολύ στη ρητορεία του φόβου και της κρίσης που καταφέρνει να δημιουργεί ένα επικίνδυνο ρατσιστικό κλίμα.
 
links:
http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//NONSGML+TA+P6-TA-2009-0117+0+DOC+PDF+V0//EL
http://www.drosero.com/index.php

20.8.10

AΓΓΕΛΑ ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ_Επέτειος # ANTΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ_Καθρέπτης



Με αφορμή ένα σχόλιο της Αγγέλας Καστρινάκη για "Burning houses" *,στη διάρκεια μιας συζήτησης (θέμα για το οποίο θα υπάρξει εκτενής αναφορά προσεχώς)  και αντί άλλου εικονογραφικού υλικού θεώρησα ενδιαφέρον να συνδυάσω τη σημερινή ανάρτηση του εξαιρετικού τελευταίου της ερωτικού διηγήματος "Επέτειος" που δημοσιεύτηκε την Τρίτη 17.08.2010 στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ με τη φοβερή σεκάνς - που πολλοί υποστηρίζουν πως είναι η καλύτερή του- του Αντρέι Ταρκόφσκι από την ταινία του  "Καθρέπτης" (ΖΕΡΚΑΛΟ στα ρωσικά).

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
της Αγγέλας Καστρινάκη

Κατεύθυνε το αυτοκίνητο στην άκρη της εθνικής οδού, στον χώρο στάθμευσης. Έλυσε τη ζώνη, έγειρε μπροστά και αγκάλιασε το τιμόνι. «Άσ’ τα να πάνε!» Είχε συγκρατηθεί τρεις μέρες – όχι, δύο. Αλλά τι μέρες! Τώρα, μακριά από βλέμματα γνωστών και αγνώστων μπορούσε να ξεσπάσει. Με θόρυβο, ασυγκράτητα, με μάτια-βρυσάκια και βρυχηθμούς. Στην πραγματικότητα δεν τα κρατούσε μονάχα δύο μέρες τα δάκρυά της, αλλά κοντά είκοσι χρόνια. Ωστόσο, τα άφηνε να κυλήσουν τούτη τη στιγμή, όταν κατά κάποιον τρόπο ήταν πια “πολύ αργά για δάκρυα”. «Παιδί μου, σοβαρέψου! Ποιος ο λόγος;» Οι νταλίκες που περνούσαν έσειαν το αυτοκίνητο πέρα δώθε. Ωραία βουνά στο βάθος, με χιόνι στην κορφή. Στο διπλανό κάθισμα, η τσάντα της. Και το τηλέφωνο. Η κίνηση ήταν πάρα πολύ απλή. «Όχι», έκανε, «με τίποτα».


Αυτή δεν ήταν ερωτική συνάντηση. Ήταν μια αδέξια παράσταση. Το έργο ήταν καλό, αλλά η παράσταση απέτυχε. Το έργο ήταν πολύ καλό, κάποτε. Όχι όμως πριν τρεις μέρες, ώρα εννιά το βράδυ. Στα χέρια είχε τις οδηγίες, πώς θα ’βρισκε το νέο του σπίτι. Στρίβεις, ανεβαίνεις τα σκαλάκια, δεύτερη είσοδος… Έφτασε ιδρωμένη, παρά το κρύο. Μια ανεπαίσθητη αγωνία στο βλέμμα του, όπως πάντα. Του χαμογέλασε ανασηκώνοντας το φρύδι. Μην παίρνει και πολύ αέρα. Όσο για το σπίτι, «μεγαλειώδες», του είπε λίγο κοροϊδεύοντας. Την ξενάγησε. «Αυτή η βεράντα –τώρα δεν φαίνεται καλά βλέπει ώς τη θάλασσα. Το καλοκαίρι θα καλώ εδώ πέρα». Θα καλούσε εκεί πέρα… Μια τέτοια φράση παρέβαινε τους κανόνες μεταξύ τους: όταν συναντιόνταν, υπήρχε τάχα μονάχα το παρόν και το «οι δυο τους». Γιατί τόση αδιακρισία;

«Τι θα πιεις;» Της έδειξε την πλούσια κάβα του. Σήκωσε τους ώμους. «Ό,τι να ’ναι». Ήταν μια μικρή φιλοφρόνηση -«τώρα με το ουίσκι θα ασχολούμαι;»-, αλλά εκείνος δεν έδειξε να αξιολογεί ιδιαίτερα την αδιαφορία της. Ίσως για να μην παίρνει κι η ίδια πολύ αέρα. Έφταιγε όμως και το καινούργιο σπίτι, αυτό το καινούργιο σκηνικό. Όταν με τα ποτήρια στο χέρι έκαναν το γύρο του καθιστικού για να περιεργαστούν τους πίνακες, ήταν σαν να περιφέρονταν σε αίθουσα έκθεσης και να είχαν γύρω κόσμο που τους παρατηρούσε. Ίσως πάλι το πρόβλημα ήταν πως είχαν να ιδωθούν τόσον καιρό.

Στάθηκαν μπροστά στο πορτρέτο μιας καθιστής γυναίκας. «Τι λες για τούτο;» Η υπογραφή κάτι της θύμιζε. «Έλα τώρα!» τον μάλωσε. Αυτός μαζεύτηκε, βιάστηκε να προχωρήσει παρακάτω. Μια υποψία λοιπόν επιβεβαιωνόταν: η ζωγράφος, ναι, πριν κανένα χρόνο, σε μια άσχετη παρέα είχε μιλήσει για τη φιλία της με εκείνον, αφήνοντας να υπονοηθεί… Ήταν μια συμπαθητική κοπέλα, αλλά έκανε επίδειξη των κατακτήσεών της. «Έλα τώρα!» Κι όμως ο πίνακας ήταν ωραίος, ποιος ξέρει τι κατάλαβε εκείνος από την αντίδρασή της. Θα ’θελε να του εξηγήσει, όταν κάθισαν στον καναπέ, ακόμα και να τον ρωτήσει για τη ζωγράφο – είχε μεγάλη περιέργεια να μάθει αν είχε βάση η βουβή οργή της, πέρυσι, ή ήταν όλα μια ιδέα. Προτίμησε εντέλει να μην ρωτήσει.

«Δύο ολόκληρα χρόνια!» Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον, ακουμπώντας τα ποτήρια τους. «Σου έλειψα;» «Όχι και πολύ». Πόσο στα σοβαρά θα έπαιρνε την απάντησή της; Πέρυσι είχαν παραλείψει σιωπηρά, με κοινή συναίνεση, την καθιερωμένη συνάντηση. Περί άλλα ετύρβαζε μάλλον ο καθένας…
Μια καταπληκτική συγχορδία ακούστηκε στον χώρο. «Θυμάσαι ακόμα πως μου αρέσει η άρπα». «Δεν ξεχνώ τίποτα», τη διαβεβαίωσε. Έγειρε και τον φίλησε στην άκρη των χειλιών. Δεν ξεχνούσε… Μα κι η ίδια δεν ξεχνούσε, με όλες τις προσπάθειες, με όλους τους ελιγμούς της ανεξαρτησίας, της απόστασης. Και τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν είχαν ίσως αυξήσει τις προσδοκίες: με τι βαρύ, άτσαλο καρδιοχτύπι είχε πάει να τον συναντήσει! Αλήθεια, με τι προετοιμασίες δεκαεξάχρονης!

Ένα τεράστιο φορτηγό-ψυγείο έσεισε πέρα δώθε το αυτοκίνητο. Σαν να την ταρακουνούσε μια χερούκλα απ’ τον ώμο. «Είσαι καλά, κορίτσι μου;» «Α, μπα, δεν είμαι καθόλου καλά. Κάθομαι και κλαίω για μια εντελώς ξοφλημένη ιστορία. Δεν είμαι καθόλου καλά!» Χαρτομάντιλα άφθονα είχε στην τσάντα της – είχε και το κινητό. Γιατί, αχ γιατί δεν του τηλεφωνούσε τώρα δα;

Είχε φέρει εκεί, στο χαμηλό τραπεζάκι, τυριά και αλλαντικά, μαζί και μια περιποιημένη πράσινη σαλάτα· μαχαιροπίρουνα τυλιγμένα σε κόκκινες χαρτοπετσέτες. Έλαμπε με την περιποιητικότητά του. Η ίδια είχε εκφράσει αντιρρήσεις για το ξαναντάμωμα. «Έλα να γιορτάσουμε τα εικοσάχρονα!», της είχε πει. «Βρε παιδί μου, κοντεύουμε στη σύνταξη». «Πέφτεις έξω». Γι’ αυτό το «πέφτεις έξω» είχε χτυπήσει πάλι βίαια η καρδιά της.

Ποιος είχε δίκιο; Όταν έσβησαν τα φώτα, έσκυψε πάνω του να βρει τη γνωστή μυρωδιά. Ήταν εκεί: αύρα παιδικής ηλικίας, αθωότητας, παραίτησης, ένα «κάνε με ό,τι θέλεις», απομεσήμερο κάτω απ’ τα πεύκα. «Είσαι όπως ήσουν, αλητάκι». «Κι εσύ, τέρας, το ίδιο». Αλλά δεν ήταν, φαίνεται, ακριβώς έτσι.
Η αίσθηση ότι το έργο είχε παιχτεί άλλοτε καλύτερα… Ίσως αυτό τους αναχαίτισε μετά την πρώτη αναγνώριση. Οι ίδιοι έδειχναν ζήλο, πάθος, τρυφερότητα, ακόμα και εφευρετικότητα – τα σώματα δεν απαντούσαν εξίσου ενθουσιασμένα. Ταλαιπωρία, να μην το καταλάβει ο άλλος, ούτε κι ο ίδιος ο εαυτός. Χειροκρότησαν στο τέλος τάχα ευχαριστημένοι, και γέλασαν σκανδαλιάρικα. Στην ουσία ξεροκατάπιναν. (Μεγαλοδύναμε θεέ, δεν αξίζει τάχα να γίνει λίμνη το αυτοκίνητο;)

Τον αποχαιρέτησε μία ή δύο η ώρα το πρωί. Προτιμούσε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα στο ξενοδοχείο. Υπερβολή ο κοινός ύπνος, κι επιπλέον είχε δουλειά την επομένη… Μόνο που η δουλειά τέλειωσε πολύ γρήγορα, σαν πρόσχημα, κι αυτή έμεινε να σκέφτεται τον τρόπο που εκφώνησε τον αποχαιρετισμό χτες βράδυ. Πολύ άνετα, πολύ γελαστά: «άντε γεια, τέρας». Άλλωστε μέσα της συμπλήρωνε: «Τελευταία φορά. Αφού το βλέπεις, δεν τραβάει!»

Ποιο μεγαλύτερο ψέμα από την άνεση! Την άλλη μέρα το στομάχι έσφιξε. Όμως εκείνος δεν της είχε πει: «Ώστε θα μείνεις και αύριο, αλητάκι, και μεθαύριο. Τι καλά!» Όχι, την αποχαιρέτησε με βλέμμα που κάτι έψαχνε μες στο δικό της –σίγουρα, αλλά ταυτόχρονα έλεγε «αντίο», το πολύ «του χρόνου!» Το ότι θα συνυπήρχανε στην ίδια πόλη για άλλες δυο μέρες δεν φάνηκε στο βάθος της ματιάς του.

Λοιπόν, αφού πέρασε ολόκληρη η μέρα, εκεί προς το απόγευμα, όταν πλησίαζε το βράδυ, το σκέφτηκε καλά-καλά και του έγραψε: «Γεύση γλυκόπικρη». Αναφορά παράδοσης. Εντούτοις ουδεμία αντίδραση. Αλλά ίσως δεν ήταν το σωστό μήνυμα: πολύ ισορροπημένο, διαπίστωση χωρίς ερώτημα. Την επομένη –πού η περηφάνια και πού η ανεξαρτησία της;- επανέλαβε την ίδια αξιοθρήνητη διαδικασία: «Θλιβερές σκέψεις. Γιατί;». Και πάλι τίποτα. Στα είκοσι χρόνια αυτής της ιστορίας ποτέ της δεν θυμόταν να έχει ξεπέσει τόσο.

Κάποτε τον είχε βάλει να της ορκιστεί: καμιάν άλλη, παρά τις «απιστίες» του, καμιάν άλλη δεν είχε χώσει βαθιά μες στην καρδιά του. Ή: «τόσο βαθιά μες στην καρδιά του». Δεν θυμόταν τι από τα δύο τον είχε βάλει να ορκιστεί. Ήταν ένα παιχνίδι κάπως οριακό. Η ίδια είχε κι αυτή απαρνηθεί τον ωραίο φίλο με το καλαμπούρι στο στόμα και τη μελαγχολία στο βλέμμα («όχι πολύ βαθιά» είχε πει). Είχαν περάσει όμως αρκετά χρόνια από τότε. Τώρα συνδαύλιζαν την παλιά φωτιά με χαρτάκια – κανένα κούτσουρο της προκοπής. Μια στιγμή άναψε, φούντωσε. Ήταν η ώρα της αναμονής. Αλλά η αναμονή έχει τους δικούς της νόμους. Και μόνο το ότι «περιμένεις», σε κάνει να ριγείς, να τρέμεις. Αχ, την ξεγέλασε εκείνο εκεί το καρδιοχτύπι! Νόμισε, λέει, ότι είχε επιστρέψει στα 16.
(Πώς συγκινεί ο αριθμός 16! Κάθε επανάληψη αυξάνει κατακόρυφα την αλμυρή παραγωγή. Σείσε, νταλίκα, το αυτοκινητάκι, μήπως συνέλθει η έφηβος!)

Δεν ζηλεύουν και δεν πονάνε πια. (Η ζωγράφος ήταν στιγμιαίο ατόπημα). Δικαίωμά του πλέον να ’χει κλείσει όλα τα βράδια του και να ’χει κρατήσει μονάχα ένα ελεύθερο. Η καθημερινότητα έχει πιο πολλά δικαιώματα από το έκτακτο. Δυο «έκτακτα» σίγουρα δεν χωρούν σε μια βδομάδα, πόσο μάλλον τρία! Ούτε και στη δική της βδομάδα θα χωρούσαν. Μόνο δεν έπρεπε πια να την εξευτελίζουν. Αφού δεν πονούσαν, αφού με τόση άνεση έχωναν στην καρδιά τους –πώς μετριέται, αλήθεια, εκεί το «βάθος», άλλους, την άμοιρη τη σχέση έπρεπε να τη σεβαστούν. Του το εξηγούσε εδώ και χρόνια. Γιατί κάτι είχε υπάρξει κάποτε… Αλλά αυτός επέμενε να συναντιούνται. «Σε χρειάζομαι», έλεγε, και την έπειθε κάθε φορά. Την έπειθε η υπόκωφη φωνή του, αυτός ο σαν ψίθυρος από σπηλιά που φτάνει ωστόσο με ένταση στο αφτί της. Ήταν το πιο ακατανίκητο χαρακτηριστικό του. Κατά τα άλλα… Χρόνια τώρα κάτι παλιές ακατανίκητες ιδιότητες είχαν ατονήσει. (Δεν ήταν η πρώτη φορά, αλίμονο, που τα κορμιά φέρονταν σαν κοιμισμένα).

Έπρεπε από κάθε άποψη να σταματήσουν. Ας μιλούσαν στο τηλέφωνο να δώσουν ένα τέλος, συμφιλιωμένο και καθαρό, και ας μην επικοινωνούσαν ποτέ πια. Το τηλέφωνο. Η μικρούλα ασημένια συσκευή: «λίστα επαφών»… Σίγουρα δεν θα ήθελε καθόλου να ξέρει εκείνος πως εξαιτίας του κάποιος ταλαιπωρούνταν στη μέση της εθνικής οδού. Μα ίσως δεν του είχε δώσει να καταλάβει με τα άχρηστα μηνύματά της. Δεν ήταν ποτέ σκληρός.
Στο κάτω κάτω η οικτρή αποτυχία ίσως οφειλόταν... Αν δεν υπήρχαν τα νέα σκηνικά… Δεν έφταιγε τάχα η μεγάλη βεράντα που θα χωρούσε τόσον κόσμο το καλοκαίρι, η κάβα με τα πολλά ποτά, η καθισμένη φιγούρα; Αχ, επανερχόταν στα ίδια και στα ίδια! (Όσο για τη ζωγράφο, μπορεί να μην ίσχυε τίποτα από όσα μια νοσηρή φαντασία υπαγόρευε).

Το όνομα… Το τηλέφωνο.

Κι όμως έπρεπε να είχε στείλει μήνυμα. Το τέρας! Ποια αξία απέμενε σε μια σχέση, όταν ο άλλος δεν αφιέρωνε δυο λεπτά στην πληκτρολόγηση, όταν δεν κατέβαλλε τον κόπο να εφεύρει μια δικαιολογία. «Είμαι μπλεγμένος ώς αργά το βράδυ». Και: «σε σκέφτομαι».
Ή μήπως αυτό που φοβόταν πάνω από όλα –ο σοφός- ήταν πως η παραμικρή παρέκκλιση από το πρόγραμμα της «μιας νύχτας» μπορεί να τους έσφιγγε ξανά μεταξύ τους, να τους έβαζε όχι πια μόνο στην καρδιά παρά στη ζωή του άλλου. Πολύ επικίνδυνο, όντως! Είχαν υποφέρει βαριά, είχαν ματώσει. Ποιος ήθελε να ξαναζήσει εκείνη την αποκόλληση, σαν πεταλίδα απ’ τον βράχο της; Όχι, καλύτερα «βαθιά στην καρδιά» και καθόλου στη ζωή του άλλου. Δεν είχε κι άδικο. Όμως στην πράξη, αχ στην πράξη, έπρεπε να της είχε στείλει κάποιο μήνυμα………………

Δένει ξανά τη ζώνη. Κλείνει το κινητό· εντελώς. «Άντε, και του χρόνου!» Σφουγγίζει το πρόσωπό της. Τα υπέροχα ψηλά βουνά στο βάθος… Καθώς βγαίνει στην εθνική, μια νταλίκα παιανίζει. Διαμαρτύρεται τάχα ή χαιρετίζει;


Οdyss,20.08.2010

*/ "Καιόμενα σπίτια". Μια παράξενη παράδοση που υπήρχε σε κάποιες περιοχές της βαλκανικής στα νεολιθικά χρόνια. Στα ανατολικά Βαλκάνια, έκαιγαν τα σπίτια τους επίτηδες. Μάζευαν εύφλεκτη ύλη γύρω γύρω και τα έκαιγαν εντελώς, μέχρι το πάτωμα. Επίτηδες. Όχι για λόγους υγιεινής ή για λόγους χωροταξίας. Όχι για να χτίσουν μεγαλύτερα ή για να αποκτήσουν φαρδύτερους δρόμους, ούτε για να εξοντώσουν τις ασθένειες. Μόνο και μόνο γιατί ένα σπίτι πρέπει να πεθάνει. Αφού γερνάει, όπως οι άνθρωποι. Ένα σπίτι πρέπει να πεθάνει, για να γεννηθεί το καινούργιο σπίτι!


13.8.10

ΙΧΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ…

Θερινές ώρες τ΄Αυγούστου. Ίχνη ανθρώπων στην άμμο και στ΄ακρογιάλια της ανοιχτάδας- θάλασσας που περιμένει πάντα και υπόσχεται. Πλόες και βλέμματα ανοικτά σε τόπους χωρίς τα όρια των «ιδεών» μας. Μικρoύς κι απέραντους συνάμα και πιο μεγάλους ακόμη με τα άλλα μάτια που χωρούν τα πάντα. Της ψυχής…

Όταν πέφτει το φως κι οι εικόνες χάνονται για λίγο αρχίζουν οι αισθήσεις μας ν΄αποζητούν στις εσχατιές τ΄ουρανού-κόσμου τις απόμακρες απαντοχές του στις Πλειάδες και τον Μπελντεγκέζ κι αφήνεται να ξεχυθεί πάνω στις κορυφές των βουνών και τα ανειρήνευτα κύματα της θάλασσας ο εκμαυλιστικός ψίθυρος της πλάσης που μόνη εκείνη καταφέρνει να γαληνεύει το σπαραγμό του εφήμερου και της ευτέλειας…

Θαρρώ πως την ώρα της ραστώνης που λιγοστεύουν οι έγνοιες φαίνεται να στερεύει μια σταλιά κι η απληστία που θανάσιμη, σαν φαρμάκι κρυφό, καταφέρνει πάντα να μεταμορφώνει το ελάχιστο που μας χρειάζεται σε σκοπό που αγιάζει όλες τις απωθημένες ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης… Η μόνη μας εναντίωση ο Πολιτισμός και η εξημέρωση του «μέσα μας» θηρίου με την καταλλαγή και το Λόγο…Η ποίηση, η τέχνη, ο έρωτας… Να, σαν και τα καλοκαιρινά σημάδια…Ίχνη ανεπιτήδευτα κι ανεξίτηλα στην καθημερινή συνθήκη…Ένα κοινό βίο, ενιαίο κι αδιαίρετο παντού όπου κατοικήθηκαν τοπία και πλάστηκαν τόποι με διάθεση φιλοκαλική…΄Ανθρωπος κόσμον ποιεί
Α.Τάσσος, Χαρακτικό για το Άσμα ασμάτων
Από την Οδύσσεια και το έπος του Γκιλγκαμές* ίσαμε το Άσμα ασμάτων**, την Έμιλι*** και τον Νίκο Καρούζο, από τη Νίκη της Σαμοθράκης και τους Μοάι**** στη νήσο του Πάσχα ίσαμε τον αρπυστή της Κέρου και τις φιγούρες του Τζιακομέτι, από τις αρχαίες αττικές ληκύθους και τα φαγιούμ ίσαμε τον Δομήνικο και τον Μάλεβιτς*****, από τα χορικά της Αντιγόνης ίσαμε τον Οθέλλο, τον έρωντα τραγουδιστή του Κορνάρου και την απόλυτη ταύτιση της Γερτρούδης****** με την άδηλη μοίρα μιας βαθιάς ουσίας που κατέλυσε μόνο η ανυπαρξία, οι άνθρωποι βρήκαν τον τρόπο μέσα από την τέχνη να εκφράσουν εκείνη που μόνη μπορεί να μας παρηγορεί και να μας γ(ο)ητεύει (=γιατρεύει) …Την αγάπη…

Odyss, 13.08.2010

Σημειώσεις:
*/To Έπος του Γκιλγκαμές είναι ένα επικό ποίημα από την περιοχή της Βαβυλωνίας κι αποτελεί το αρχαιότερο γνωστό λογοτεχνικό έργο που ανάγεται σήμερα στην Ασσυροβαβυλωνιακή φιλολογία. Πρόκειται για τη συλλογή θρύλων και ποιημάτων των Σουμερίων για τον Γκιλγκαμές, μυθικό ή/και ιστορικό πρόσωπο βασιλέα ήρωα της Ουρούκ που θεωρείται ότι έζησε την 3η χιλιετία π.Χ. Το έπος του Γκιλγκαμές, αποτελεί μια ποιητική παράδοση, στην αρχή προφορική, που μετά από κάποιους αιώνες απετέλεσε τον πυρήνα ενός ποιητικού κύκλου σε σουμερική γλώσσα. Οι μεταγενέστεροι ποιητές του Ακκάδ εμπνεύστηκαν ένα έπος όπου στη πληρέστερη μορφή του, (όπως έχει διασωθεί), περιείχε δώδεκα άσματα.Το έπος αυτό περιλαμβάνει και τον περίφημο μύθο του Κατακλυσμού των Σουμερίων, με ήρωα τον Ουτναπιστίμ. Η βασική ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη σχέση φιλίας που αναπτύσσεται ανάμεσα στο βασιλιά Γκιλγκαμές και τον Ενκίντου, έναν ημιάγριο άνθρωπο που γίνεται φίλος του βασιλιά και μαζί αναλαμβάνουν ριψοκίνδυνες αποστολές, ενώ δίνει μεγάλη σημασία και στο συναίσθημα απώλειας που διακατέχει τον Γκιλγκαμές μετά το θάνατο του Ενκίντου.Το Έπος του Γκιλγκαμές έχει παρουσιαστεί από πολλούς συγγραφείς είτε ως μετάφραση είτε ως μυθιστορηματική αφήγηση του πρωτότυπου κειμένου.


**/Ενδεικτικά μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Σχόλια στο Άσμα Ασμάτων» του Χρ.Γιανναρά (Εκδ.Δόμος)


Μέλαινά εἰμι καὶ καλή.


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ κορμί, ντυμένο τὴ μαυριδερὴ λαμπράδα τοῦ ἥλιου. Ἄφοβη γύμνια στιλπνῆς ὀμορφιᾶς καὶ χρειάστηκαν αἰῶνες γιὰ νὰ τολμηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀμφίστομη ἀφοβία. Νὰ ἰσορροπήσει τὸ θάμβος ἄκρη στὴν κόψη τοῦ ἐπισφαλοῦς. Χαίνων τῶν πουριτανῶν ὁ πανικὸς ἀπὸ τὴ μιά, ἀπόκρυμνη φοβία ὑφασμένη στὴν ἁπτὴ εἰκὁνα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ κορμί της. Κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ρομαντικὲς κατωφέρειες ναρκισσικῆς ἀδηφαγίας, βρηχυθμοὶ πόθου καλυμμένοι στὸ μελώδημα τρυφερῶν αἰσθημάτων…


***/Έμιλι Ντίκινσον


Η Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον ήταν αμερικανίδα ποιήτρια του 19ου αιώνα (10 Δεκεμβρίου 1830-15 Μαΐου 1886). Αν και όχι τόσο διάσημη όσο ήταν εν ζωή, πλέον θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους ποιητές και αντιπροσωπευτικούς αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι των γονιών της στο Άμχερστ και ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε ανέκδοτη και κρυμμένη μέχρι και το θάνατό της. Εξαίρεση αποτέλεσαν μονάχα πέντε ποιήματα, από τα οποία τρία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας.


****/Μοάι


Το «νησί του Πάσχα» στον Ειρηνικό ωκεανό παρουσιάζει αρχαιολογικό ενδιαφέρον, εξαιτίας της ύπαρξης των μνημειακών διαστάσεων λαξευμένων μορφών, των ταφικών της μνημείων, κτηρίων και μνημείων που αποδίδονται σε γηγενείς αρχαιότερων εποχών. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν τα γιγάντια λίθινα αγάλματα ή μοάι, ύψους και 10m, πολλά από τα οποία είναι ημιτελή. Τα αρχαιότερα αγάλματα χρονολογούνται στον 8ο αι. Το 1995 η UNESCO χαρακτήρισε την περιοχή (Εθνικό Πάρκο Ράπα Νούι) ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.


*****/Καζιμίρ Μάλεβιτς


Καζιμίρ Μάλεβιτς Severinovich [ρωσικά : Казимир Северинович Малевич, πολωνικά : Kazimierz Malewicz, Ουκρανικά : Казимир Северинович Малевич [kazɪmɪr sɛʋɛrɪnoʋɪtʃ mɑlɛʋɪtʃ] , γερμανικά : Kasimir Malewitsch], (23.02.1879 [στο παρελθόν 1878] – 15.05.1935) ήταν Ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης που γεννήθηκε στην Ουκρανία από Πολωνούς γονείς. Υπήρξε πρωτοπόρος της γεωμετρικής αφηρημένης τέχνης και ένας από τους δημιουργούς της ρώσικης αβαν-γκαρντ και του κινήματος του σουπρεματισμού.


******/ "Γερτρούδη" / "Gertrud" [1964] _Μια ταινία του Καρλ Ντράγιερ

Ο Ντράγιερ είχε δέκα χρόνια να κάνει νέα ταινία μετά το Λόγο, όταν επιχείρησε το 1964 να μεταφέρει στην οθόνη ένα θεατρικό έργο του όχι και τόσο γνωστού συγγραφέα Χάλμαρ Σέντερμπεργκ, γύρω από μια ηρωίδα στις αρχές του αιώνα μας. Η υποδοχή της κριτικής ήταν κάτι παραπάνω από απογοητευτική: η Γερτρούδη κατηγορήθηκε σαν μια ανιαρή, ψευτο-φεμινιστική ταινία ενός ξεμωραμένου γέρου, που δε θύμιζε σε τίποτα το δραματικό μεγαλείο των προηγούμενων έργων του. Μόνο τα Cahiers du Cinema υπερασπίσθηκαν με πάθος την ταινία, γιατί είχαν τη διαύγεια να δουν ότι πίσω από την φαινομενική απλότητα του Ντράγιερ κρυβόταν μια συγκεκριμένη αισθητική και ηθική άποψη, που συμβάδιζε με τα ρεύματα της ανίχνευσης νέων εκφραστικών μορφών στη γλώσσα του κινηματογράφου στις αρχές της δεκαετίας του '60. Σήμερα η Γερτρούδη θεωρείται μια κλασική πλέον δημιουργία, που έχει γίνει αντικείμενο πολλών αναλύσεων, μια άξια διαθήκη με την οποία κλείνει το έργο του Ντράγιερ.


«Amor omnia» /(Η αγάπη είναι το παν) γράφει η Γερτρούδη, όσο είναι ακόμα ζωντανή, στο σταυρό του τάφου της κι η φράση αυτή αποτελεί το κλειδί της ταινίας. Ποια είναι η Γερτρούδη; Μια γυναίκα που αγάπησε, αλλά η δίψα της για έναν απόλυτο έρωτα, όπου θ' αποτελεί το κέντρο του ενδιαφέροντος κι ο άντρας δε θα την μοιράζεται με κανένα άλλο πάθος του, την οδηγεί στην ηθελημένη μοναξιά... Στο τέλος βρίσκουμε τη γερασμένη Γερτρούδη να βαδίζει προς το θάνατο, σοφή και μόνη, αλλά ικανοποιημένη, γιατί όπως γράφει σ' ένα ποίημά της: "Ήμουν όμορφη; Όχι... αλλά αγάπησα. Ήμουν νέα; Όχι... αλλά αγάπησα. Έζησα; Όχι... αλλά αγάπησα".


Ο Ντράγιερ προσεγγίζει το θέμα του με συγκλονιστική λιτότητα: μεγάλα πλάνα σεκάνς, ένα μίνιμουμ διαλόγου, τα ουσιαστικά στοιχεία που πρέπει να τονισθούν, αποδραματοποίηση, όχι όμως ψυχρότητα. "Στο θέατρο έχει κανείς το χρόνο να σταθεί στις λέξεις και στα συναισθήματα. Κι ο θεατής έχει με τη σειρά του το χρόνο να αντιληφθεί αυτά τα πράγματα. Στον κινηματογράφο είναι διαφορετικά. Γι' αυτό και μ' αρέσει να το συμπυκνώνω όσο μπορώ περισσότερο" λέει ο σκηνοθέτης σε μια συνέντευξή του. Κι ένα τέλειο παράδειγμα "αποκάθαρσης" είναι η Γερτρούδη:


"Πίσω από τις ελάχιστα δραματικές εικόνες αναπτύσσεται ένα δεύτερο νόημα, ένα σύστημα σημείων ανεξάρτητων από την αφήγηση... Μέσα από τη φτώχεια των γεγονότων προβάλλει σιγά-σιγά ο διάλογος της Γερτρούδης πάνω στο νόημα της ζωής της... Καθρέφτες και φώτα ενός σπιτιού του 1900 γίνονται το συμβολικό ντεκόρ της γνώσης και της εμφάνισης του εσωτερικού εαυτού. Αυτό που λέγεται στη Γερτρούδη μετρά περισσότερο απ' ότι γίνεται κι αυτά τα λόγια είναι ειπωμένα πιο πολύ για να εκφράσουν εκείνους που τα προφέρουν παρά για να συγκινήσουν αυτούς που τα ακούν" (Jean Semolue).


("Studio 1916-1986, μια συλλογή ταινιών", Επιμέλεια κειμένων Μπ. Ακτσόγλου)

6.8.10

ΗIROSHIMA_ΓΕΦΥΡΕΣ








ΜΙΑ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΥΓΓΝΩΜΗΣ
ΣΤΑ 65 ΧΡONIA ENΟΣ ΚΟΙΝΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ


6.08.1945 / 6.08.2010




6.08.1945 / 8:15 το πρωί. Οι δείκτες των ρολογιών χιλιάδων άτυχων κατοίκων της Χιροσίμα σταμάτησαν εκείνη την ώρα για πάντα. Για να θυμίζουν το άνοιγμα της πύλης της κόλασης που ξανάνοιγε για πολλοστή φορά μέσα στη μαζική παράκρουση του β΄ παγκόσμιου πολέμου. Λίγους μήνες πριν είχε κλείσει η πόρτα του ΄Αουσβιτς και του Μπιρκενάου στην Ευρώπη και οι δαίμονες του ανθρώπινου αφανισμού αναζητούσαν αιμοδιψείς τα νέα τους θύματα. Ο πρόεδρος Τρούμαν, απλά χρειάστηκε να επικυρώσει με μια απόφασή του την έμπρακτη πια δοκιμή πάνω σε χιλιάδες «εχθρούς» της άλλης πλευράς, του περίφημου προγράμματος «Μανχάταν» που υπηρέτησαν με ζήλο τα πιο λαμπρά μυαλά της επιστημονικής κοινότητας της εποχής και κατάφερε να κυοφορήσει το «fat boy» που εκείνο το φρικτό πρωινό απέβαλε η δαιμονική μητέρα-φονιάς που είχε το ίδιο όνομα με τη μάνα του πιλότου της πτήσης.Enola Gay.

Η "αστική" Χιροσίμα μετά τη βόμβα.
Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Τη μαύρη εκείνη αυγή για τη Χιροσίμα και τους εκατοντάδες χιλιάδες αθώους κι ανυποψίαστους αφανισμένους κατοίκους της ,ανέτειλε μια νέα φρικτή εποχή. Η πυρηνική. Κανείς πια δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα σε κανένα. Όλα μπορούν να συμβούν κάθε στιγμή. Ο κόσμος μας είναι απολύτως ευάλωτος όσο υπάρχουν φανατικοί –και είναι πολλοί παντού- και όσο δεν υπάρχουν πολιτικοί δημοκρατικοί θεσμοί που να υπηρετούν τις ανθρώπινες αξίες. Βέβαια για να συμβαίνει αυτό πρέπει να υπάρχει δημόσια συζήτηση, συλλογικές λειτουργίες και δημοκρατικοί κανόνες. Με λίγα λόγια να υπάρχει ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Που δεν έχει και πολλή σχέση με όσα συμβαίνουν σήμερα στις αναπτυγμένες κοινωνίες του κόσμου, όπου ο πρώτος λόγος δεν ανήκει πια στις αντιπροσωπευτικές μας εκφράσεις αλλά στους εξωπολιτικούς και υπερεθνικούς οικονομικούς μηχανισμούς επιρροής και στους κάθε λογής θεολογίζοντες της αγοράς και των εξωθεσμικών της παραγόντων.


Κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου, όταν ήμουν παιδί περίμενα το πανηγύρι του καλοκαιριού στο οροπέδιο του Καθαρού της Κριτσάς. Μεγαλώνοντας όμως αυτή τη μέρα την έχω πια καταχωρήσει στη συνείδησή μου ως ημέρα μνήμης για τη Χιροσίμα. Θέλω πάντα εκείνη τη μέρα να ζητήσω προσωπικά συγγνώμη από τα θύματα εκείνης της αναίτιας πράξης. Κι ας μην είχα γεννηθεί τότε, κι ας μην είχε ο τόπος μου καμιά ευθύνη για όσα συνέβησαν εκεί, καθώς κι εκείνος προσπαθούσε τότε να επουλώσει μάταια όπως αποδείχτηκε τις χαίνουσες πληγές του που δεν έλεγαν να κλείσουν αλλά συνεχίστηκαν με βία για πολλά χρόνια μετά. Ο Θουκυδίδης έγραψε στο βιβλίο του για τα Κερκυραϊκά (περί εμφυλίου) πως ήτανε τέτοια η κατάντια στη διάρκεια του εμφυλίου που οι αντίπαλοι σε τίποτα δεν είχαν να διαστρέφουν ακόμη και τα νοήματα των λέξεων προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Φαντάζομαι πως ο Τζορτζ Όργουελ το 1948, μέσα στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου, όταν έγραφε το προφητικό και εφιαλτικό βιβλίο του με τίτλο «1984» θα πρέπει σίγουρα να είχε διαβάσει την πρωτότυπη αρχαία εκδοχή της «διαστροφής του νοήματος».

Χιροσίμα/ Μάνα και παιδί που επέζησαν
Τι ήταν αλήθεια και η Χιροσίμα; Μια πράξη απόλυτης διαστροφής. Ένα μεγάλο έγκλημα κατά της ανθρώπινης ζωής. Μια συμπεριφορά που χωρίς περιστροφές μπορεί να περιγραφεί ως ένα μαζικό έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου σίγουρα καταδικασμένο στις συνειδήσεις των ανθρώπων αλλά και από το θείο και τον ανθρώπινο νόμο. Αυτές τις διαστάσεις έχει στα δικά μου μάτια και στις συνειδήσεις των ανθρώπων που υπερασπίζονται κατά προτεραιότητα την ιερότητα της ζωής και όχι των στόχων του κυρίαρχου κάθε φορά συστήματος που κινεί τις τύχες του κόσμου. Όσο αθροίζονται οι εμπειρίες και μπορεί κανείς να κατανοεί σε μεγαλύτερο βάθος τόσο πιο επιφυλακτικός μπορεί να γίνεται με τις περισπούδαστες ερμηνείες (μπούρδες κοινώς) που μας επιβάλλονται ως αδήριτες δήθεν και απαραίτητες διαπιστώσεις που με τη σειρά τους παραπέμπουν σε μονοδιάστατες σχεδόν επιχειρησιακές πρακτικές. Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας. Εκπληκτική ρήση του Λαοκόοντα κατά την πολιορκία της Τροίας που τελικά δικαιώθηκε. Πόσο μάλλον όταν δεν φέρνουν δώρα αλλά σου παίρνουν κι από πάνω ό,τι έχεις και δεν έχεις.

Στο σημείο του ποταμού της Χιροσίμα, τόπο μνήμης σήμερα των χιλιάδων αθώων θυμάτων, που περνά δίπλα από τον περίφημο θόλο του σημείου μηδέν, πριν από πολλά χρόνια-αμέσως μετά το 1950- ένας σπουδαίος αμερικανογιαπωνέζος γλύπτης ανέλαβε να επεξεργαστεί τα στηθαία της γέφυρας που τον διαπερνά καθώς η – σπουδαία - πρότασή του για το μνημείο των νεκρών της πυρηνικής επίθεσης δεν έγινε αποδεκτή, κυρίως λόγω της μεικτής καταγωγής του.

Το όνομά του ήταν Isamu Noguchi*. Ένας πραγματικά σπουδαίος δημιουργός με εκτεταμένο και πολυεπίπεδο γλυπτικό έργο, με σημαντικές επιρροές και από την ελληνική αρχαία γλυπτική, που αυτό το καλοκαίρι φιλοξενείται στην Άνδρο, στο εκεί δραστήριο μουσείο Γουλανδρή [29.06.10-29.08.2010].

Isamu Noguchi/ Tα στηθαία της γέφυρας στη Χιροσίμα
Είναι πραγματικά ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τις φωτογραφίες αυτού του έργου για να μπορέσει να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο μια εμπνευσμένη και δυνατή καλλιτεχνική επεξεργασία μπορεί με αποκαλυπτικό τρόπο να μετασχηματίζει ένα καθαρά αρχιτεκτονικό μέλος σε νοηματική συναίρεση που ενσωματώνει πολλαπλές διανοητικές και συμβολικές διατυπώσεις.

Ο γιαπωνέζικος ήλιος που ανατέλλει, διαρκής ιστορική και συμβολική αναφορά μιας χώρας με πολλές ιδιαιτερότητες, φαίνεται να αναδύεται στηριγμένος με δυναμικό τρόπο στη χειρολαβή μέσα από την αχλύ του πρωινού ιριδισμού του ποταμού θέλοντας λες να φωτίσει το σκοτάδι μιας μέρας που βυθίστηκε απότομα ίσαμε τον πάτο της κόλασης. Παρασέρνοντας χιλιάδες ανυποψίαστους αθώους σε ένα φρικτό αρμαγεδδώνα που όμοιό του δεν γνώρισε ποτέ ο κόσμος, που λες και αναδύθηκε με μουγκρητά από τους σκοτεινούς βυθούς μιας έμπνευσης αποκαλυπτικής και τερατώδους, διατυπωμένης πρόωρα στους ιερούς στίχους του Ιωάννη στην Πάτμο, εικονογραφημένης προφητικά στα εφιαλτικά τοπία του Ιερώνυμου Μπος και του Ντύρερ, με φιγούρες που έρπουν με τα χέρια σαν τις αραχνόμορφες υπάρξεις του Odillon Redon που προκαλούν μαζί αποστροφή και φόβο, καταχωρισμένης στην πλοκή της πιο ακραίας καφκικής αφήγησης και ενός σύμπαντος θανατηφόρου, ακατοίκητου από την πνοή της ύπαρξης.

Νεκροί της Χιροσίμα
Oι εικόνες λένε ένα μικρό μέρος της ιστορίας. Η εσωτερική όραση του καθενός από μας μπορεί να διεισδύσει πιο βαθιά μέσα στη φρικτή εμπειρία που απαθανάτισαν για πάντα οι ασπρόμαυρες σκοπεύσεις των τυχερών ζωντανών που είχαν το κουράγιο να τεκμηριώσουν αυτό το τερατώδες έγκλημα. Πότε θα κατανοήσουν οι φυσικοί του αυτουργοί πως πρέπει να απολογηθούν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούν κιόλας κάτι να αλλάξουν;


Odyss, 6.08.2010

*/ ISAMU NOGUCHI
Εργα ενός από τους σημαντικότερους γλύπτες και σχεδιαστές του 20ού αιώνα, αλλά και σκηνογράφου επί μακρόν της Μάρθα Γκράχαμ, του Αμερικανοϊάπωνα Ισάμου Νογκούτσι, θα δούμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην έκθεση που διοργανώνει το Ιδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Ανδρο, από 26 Ιουνίου έως 26 Σεπτεμβρίου.

Δεν είναι τυχαίο πως η έκθεση, με 42 γλυπτά και 34 σχέδια και προσχέδια, φέρει τον τίτλο «Ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση», καθώς η διπλή καταγωγή του Νογκούτσι (από Ιαπωνία ο πατέρας του, από Αμερική η μητέρα του) καθόρισε την καλλιτεχνική πορεία του γλύπτη, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο «Αμερικανός Χένρι Μουρ».
Ο Νογκούτσι, γεννημένος το 1904 στο Λος Αντζελες, αγαπούσε τα ταξίδια, από τα οποία αντλούσε εμπειρίες. Τη γνωριμία του με την Ελλάδα, σε πολύ μικρή ηλικία, οφείλει στη συγγραφέα μητέρα του, η οποία του διάβαζε αρχαία ελληνική μυθολογία. Επισκέφθηκε επανειλημμένα την Ελλάδα και θαύμαζε τα αριστουργήματα της κλασικής γλυπτικής.
«Είμαι ένας περιπλανώμενος», «ανήκω παντού και πουθενά», έχει πει. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, επισκέφθηκε και πολλούς άλλους τόπους. Στο Μεξικό τον γοήτευσαν τα έργα μεγάλης κλίμακας, στην Ιαπωνία, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, τα γήινα κεραμικά και η αρμονία των κήπων, στην Κίνα η σινική μελάνη και στην Ιταλία η καθαρότητα του μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποίησε κατά κόρον. Πειραματίστηκε και με άλλα πολλά υλικά (ατσάλι, ξύλο, σίδερο, χαλκό, αλουμίνιο, κ.ά.) και με στοιχεία της φύσης (νερό, αέρα, γη, φωτιά).
Ο Νογκούτσι ήταν ένας εξερευνητής της αφηρημένης φόρμας, επηρεασμένος σημαντικά από τον Κονσταντίν Μπρανκούζι. Εργα του πρωτοείδε το 1926 σε έκθεση στη Νέα Υόρκη.
Εναν χρόνο μετά και μέχρι το 1929 εργάστηκε για ένα εξάμηνο ως βοηθός στο εργαστήριο του Μπρανκούζι στο Παρίσι. Δίπλα στον Ρουμάνο μετρ εκτίμησε τη δημιουργία γλυπτών μνημειακών διαστάσεων σε υπαίθριους χώρους. Στην έκθεση της Ανδρου θα δούμε σειρά φωτογραφιών από δημόσια έργα, πάνω σε σχέδια του Νογκούτσι, για διάφορες χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και πολιτείες των ΗΠΑ.
Η διπλή καταγωγή του είχε ως αποτέλεσμα τον συνδυασμό, σε ένα δημιουργικό διάλογο, ετερόκλητων στοιχείων (αφαίρεση του Μπρανκούζι, αρχαία ελληνική γλυπτική, βιομορφισμός των σουρεαλιστών, καλλιγραφία). Ποτέ δεν ταυτίστηκε με κάποιο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό κίνημα, παρά μόνο με την «περιβαλλοντική τέχνη» και την «τέχνη της γης», πολύ πριν οι όροι αυτοί ενταχθούν στο λεξιλόγιο της τέχνης, στη δεκαετία του 1960. Ο Νογκούτσι υπέγραψε σχέδια για κήπους και παιδότοπους, τα οποία προτείνουν μια νέα οπτική στη σύγχρονη ευαισθητοποιημένη αρχιτεκτονική προσέγγιση του τοπίου. Μεταξύ άλλων, σχεδίασε ειδικούς κήπους για υποδοχή γλυπτών στο Εθνικό Μουσείο της Ιερουσαλήμ.
Δεν συνεισέφερε μόνο στη μοντέρνα γλυπτική, αλλά και στον χώρο του ντιζάιν. Φόρμες όπως οι Akari που σχεδίασε στις δεκαετίες του ‘40 και ‘50 παράγονται ακόμη και σήμερα, όπως το τραπέζι με τη γυάλινη επιφάνεια, παραγωγής της εταιρείας Herman Miller. Σημαντική ήταν η προσφορά του και ως σκηνογράφου, από το 1935 ακόμη, οπότε ξεκίνησε η μακρόχρονη συνεργασία του με τη μεγάλη χορογράφο Μάρθα Γκράχαμ.
Δύο χρόνια πριν από το θάνατό του, το 1988, κλήθηκε καθυστερημένα να αντιπροσωπεύσει τις ΗΠΑ στην 42η Μπιενάλε της Βενετίας, όπου παρουσίασε το κύκνειο άσμα του, ένα γλυπτό από μάρμαρο Καράρας, με τίτλο «Κυλιόμενο Μάντρα».
Λίγα χρόνια πριν είχε ιδρύσει το δικό του μουσείο, το The Noguchi Museum, στο Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης, σε συνεργασία με το οποίο γίνεται η έκθεση της Ανδρου.
Η διπλή καταγωγή του Νογκούτσι κάποιες φορές λειτούργησε διχαστικά για τον πολιτικά ευαισθητοποιημένο καλλιτέχνη ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Από την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941 και την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα τον Αύγουστο του ‘45 εμπνεύστηκε δύο έργα: «Ηρώον» και «Μνημείο στους νεκρούς της Χιροσίμα», τα οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Το 1951 σχεδίασε όμως τα κιγκλιδώματα της γέφυρας του Πάρκου Ειρήνης της Χιροσίμα.
Αλλο απραγματοποίητο γλυπτό του ήταν ένα «Γλυπτό που θα ήταν ορατό από τον Αρη» (1947), με ένα πρόσωπο τεραστίων διαστάσεων φτιαγμένο από αμμόλοφους.
-----------------------------------------------------------------
Βιογραφία
1904: Ο Isamu Noguchi γεννιέται στις 17 Νοεμβρίου στο Λος Άντζελες από τη Leonie Gilmour. Ο πατέρας του, Yonejirō Noguchi, ζει στην Ιαπωνία.
1907: Ο Isamu και η μητέρα του φτάνουν στην Ιαπωνία.
1918: Εγγράφεται στο Interlaken School στις ΗΠΑ, αλλά το σχολείο κλείνει εξαιτίας του πολέμου. Τελικά φοιτά στο τοπικό γυμνάσιο της πόλης Λα Πόρτε.
1923: Εγγράφεται στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Κολούμπια.
1924: Εγκαταλείπει την ιατρική για να αφιερωθεί στη γλυπτική.
1926: Επισκέπτεται έκθεση του Constantin Brancusi και επηρεάζεται από το έργο του.
1927: Με την υποτροφία Guggenheim ταξιδεύει στο Παρίσι και την Άπω Ανατολή. Στο Παρίσι δουλεύει ως βοηθός του Brancusi.
1929: Στις ΗΠΑ γνωρίζει τον R. Buckminster Fuller και τη Martha Graham.
1930: Ταξιδεύει στην Ευρώπη και την Ασία. Στο Πεκίνο διδάσκεται την τέχνη της ζωγραφικής με μελάνη.
1931: Φτάνει στο Τόκιο. Στο Κιότο επισκέπτεται κήπους και ναούς.
1933: Σχεδιάζει τα πρώτα του περιβαλλοντικά έργα.
1935: Σχεδιάζει τα σκηνικά για την παράσταση της Graham, Frontier [Μεθόριος]?το πρώτο από τα 19 σκηνικά που θα δημιουργήσει για τη χορογράφο.
1936: Στην Πόλη του Μεξικού ο Noguchi δημιουργεί το Μεξικό της Ιστορίας.
1938: Πραγματοποιεί ανάγλυφο έργο για το κτίριο του πρακτορείου Associated Press στο κέντρο Ροκφέλλερ.
1941: 7 Δεκεμβρίου: Η Ιαπωνία επιτίθεται στο Περλ Χάρμπορ.
1942: Μπαίνει εθελοντικά σε κέντρο μετεγκατάστασης στην Αριζόνα.
1944: Ξεκινά σειρά βιομορφικών αφηρημένων γλυπτών.
1948: Σχεδιάζει έπιπλα και αντικείμενα για μαζική παραγωγή.
1949: Με υποτροφία από το Ίδρυμα Bollingen ταξιδεύει σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία. Επισκέπτεται την Ελλάδα.
1951: Τον Ιανουάριο συμμετέχει στην έκθεση Αφηρημένη ζωγραφική και γλυπτική στην Αμερική στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Τον Ιούλιο σχεδιάζει το πρώτο του φανάρι Akari.
1952: Παντρεύεται την Yoshiko Yamaguchi.
1956: Ο Noguchi και η Yamaguchi χωρίζουν. Πηγαίνει στο Παρίσι για την κατασκευή του κήπου της UNESCO.
1960: Εκθέτει στην διεθνή έκθεση Documenta II. Ξεκινά τον Βυθισμένο Κήπο για τη Βιβλιοθήκη Beinecke και τον Κήπο των Γλυπτών του Billy Rose για το Μουσείο του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ.
1965: Σχεδιάζει τον παιδότοπο στο πάρκο Kodomo No Kuni.
1966: Το Μουσείο Τέχνης του Σιάτλ αναθέτει στον Noguchi τη δημιουργία του γλυπτού Μαύρος Ήλιος.
1968: Κατασκευάζει τον Κόκκινο Κύβο. Από τις 17 Απριλίου ως τις 16 Ιουνίου το Μουσείο Γουίτνεϋ της Νέας Υόρκης φιλοξενεί την πρώτη αναδρομική του έκθεση. Εκδίδει την αυτοβιογραφία του, Ο κόσμος ενός γλύπτη.
1969: Οργανώνει εργαστήριο στο χωριό Μούρε στην Ιαπωνία.
1970: Σχεδιάζει για την έκθεση Expo ’70 της Οσάκα εννέα σιντριβάνια.
1977: Σχεδιάζει τον εσωτερικό πέτρινο κήπο Παράδεισος για την ανθοδετική σχολή Sogetsu στο Τόκιο. Στις 11 Νοεμβρίου εγκαινιάζεται η έκθεση Noguchi: Ο γλύπτης ως σχεδιαστής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
1980: Σε συνεργασία με τον Shoji Sadao σχεδιάζει το Καλιφορνέζικο Σενάριο.
1985: Το Μουσείο Noguchi ανοίγει τις πόρτες του για το κοινό.
1986: Εκπροσωπεί τις ΗΠΑ στην 42η Μπιενάλε της Βενετίας. Στις 11 Νοεμβρίου απονέμεται στον Noguchi το Βραβείο Kyoto από το Ίδρυμα Inamori.
1987: Τον Ιούνιο τιμάται με το Εθνικό Παράσημο των Τεχνών στην Ουάσινγκτον.
1988: Τον Ιούλιο του απονέμεται το 3ο Παράσημο του Ιερού Θησαυρού από την ιαπωνική κυβέρνηση. Στις 10 Δεκεμβρίου ο Isamu Noguchi πεθαίνει από πνευμονία.