9.4.08

Hanna Dorothea Ganz Friedrich Hof

1944/2008


Φεστιβάλ touch 2004,'Αγιος Νικόλαος Κρήτης /φωτο. odyss

Οι εκλάμψεις των εικόνων
στο κατώφλι μιας σκοτεινής ηπείρου

Το καλοκαίρι του 2003 γνώρισα τη Hanna, με αφορμή την ατομική της έκθεση στη δημοτική πινακοθήκη Αγίου Νικολάου, τότε που το ξεκίνημα μιας εικαστικής κινητικότητας που έλειπε από την πόλη, έδειχνε πως δεν μετρά το μέγεθος ενός τόπου αλλά αυτό που χρειάζεται κυρίως είναι η έγνοια για τη γνωριμία και την επαφή με δραστηριότητες που δεν υπάρχουν καθημερινά στο συνηθισμένο μας ημερολόγιο.

Η Hanna μια μικροκαμωμένη ύπαρξη, γεννημένη κάπου στη Γερμανία –ποτέ δεν τη ρώτησα που- μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση .΄Ενα οξύ παιχνιδιάρικο κάποιες στιγμές βλέμμα ,λόγια ανακατεμένα με γερμανoπρόφερτες αγγλικές λέξεις και γερμανικά και μια μικρή –ελάχιστη δόση ελληνικών , όπως «καλημέρα» και μέχρις εκεί. Ντυμένη σε σκούρα , κυρίως μαύρα ρούχα , με εμμονή στο αγαπημένο της μπλε και σε λίγα καφετιά, η Hanna ήταν η επιτομή της υποψιασμένης κομψότητας, μ’ ένα αέρα ολοφάνερα διεθνικό , αυτή μια ζωγράφος ,καλλιτέχνης, πολίτης του κόσμου, που καθόλου δεν της άρεσε να προβάλλει τις ιδιαιτερότητές της παρά μόνο αυτή – της ζωγράφου που επιμένει να δουλεύει ακάματη, πάντα αυστηρή με τις όποιες παρεκτροπές και «αφέλειες» που κυριαρχούν στον εικαστικό χώρο.Για την Hanna, η ζωγραφική ήταν η αγαπημένη σχόλη της καθημερινότητας της αλλά όχι μόνο.Η Hanna ήταν ένας homo universalis.

Η προσωπική της έκφραση- στη φάση που εγώ τη γνώρισα -είχε κατακτήσει ένα βαθμό ωριμότητας που μερικές φορές μου δημιουργούσε μια αναστάτωση που δεν μπορούσα να επεξεργαστώ.Το βλέμμα της διερευνητικό, η ματιά της μειλίχια αλλά με μια οξύτητα σπάνια για κάθε τι καλλιτεχνικό, δημιουργούσε συνεχώς μια διείσδυση στις παρυφές ενός απροσπέλαστου και δυσερμήνευτου –σχεδόν κρυπτικού- κόσμου, όπου οι πρωτότυπες ενσταλλάξεις στον καμβά της ύπαρξης συναντούσαν τις πιο ακραίες εκδοχές της σκοτεινής ύλης που κρατά το σύμπαν σε ένα αέναο και ακατάρριπτο στροβιλισμό. Οι οργανικές της μορφές σχεδόν σαν από νυστέρι ένος ανατόμου, που πάντα μου θύμιζαν τις πρώιμες μνήμες της γνωριμίας με τα σχέδια ενός μεγαλοφυούς καλλιτέχνη του Leonardo da Vinci και η ολοένα και πιο φανερή κατάδυσή της στο σκοτεινό βάθος μιας πικρής και ίσως πεσιμιστικής αναδίπλωσης – που όλο και κυριαρχούσε τα τελευταία χρόνια – μου έφερνε στο νου τους αγαπημένους της στίχους της τραγικής Αυστριακής ποιήτριας ΄Ιγκεμπορ Μπάχμαν. Στίχους της οποίας από το ποίημα «Αγάπη: Σκοτεινή ήπειρος» διάλεξε η Hanna για τον κατάλογο της πρώτης της έκθεσης (Ιούλιος 2003) προτρέποντάς με μάλιστα να τους μεταφράσω από τα αγγλικά, με τη βοήθεια της ΄Ινγκας Forward–Πεδιαδίτη, επιθυμία της που τελικά πραγματοποιήθηκε βυθίζοντάς μας στο απύθμενο ρήγμα μιας ποίησης που τώρα – μετά από πέντα χρόνια- όταν ανέτρεξα και πάλι , μπόρεσα να κατανοήσω πόσο αυτοβιογραφική ήταν και για την ίδια.

Θυμάμαι όταν πέθανε η Μαρία Κάλλας το 1977, τον Παύλο Μάτεσι να γράφει στην τελευταία σελίδα του ημερήσιου «Βήματος» πως «..δεν πέθανε μια μουσικός αλλά ή ίδια η μουσική…».Δεν ξέρω γιατί μου κινήθηκε αυθόρμητα αυτός ο συνειρμός, όταν έμαθα τον τραγικό χαμό της Hanna, μια μέρα του Μάρτη του 2008, λίγες μέρες μετά τον ερχομό της ΄Ανοιξης. Δεν ξέρω αν άρεσε στη Hanna , το πέρασμα των εποχών και οι αλλαγές που φέρνουν στον καιρό καθώς διαδέχονται η μια την άλλη, προσθέτοντας χρόνους και ίσως βάσανα και πάθη στις ανθρώπινες υπάρξεις.

Η Hanna δεν ήταν ένας άνθρωπος της ευκολίας.Η γενναιοδωρία της είχε να κάνει με την καθαρότητα που έχουν τα κρύσταλλα και τα καθάρια νάματα που μπορεί να συναντήσει κανείς όταν καταδυθεί στο βάθος της ψυχής ενός παιδιού, εκεί που όλες οι συρμές είναι γάργαρες και η αθωότητα είναι καταστατική ιδιότητα και όχι εγκεφαλική ανακάλυψη. Δεν γνώρισα ποτέ άνθρωπο σαν τη Hanna, που να είναι τόσο συνεπής στην αναζήτηση της αξίας και του νοήματος της τέχνης της και την ίδια ώρα να είναι τόσο ευαίσθητος πυκνωτής και πομπός ενός τόσο σπαρακτικού φορτίου,σαν την ίδια μας την ύπαρξη. Ο σωματικός και ο πνευματικός χαρακτήρας στη δουλειά της ήταν αδιαίρετος και δεν δίσταζε να μετατρέπει το βάρος και το άχθος ενός πάσχοντος σώματος σε ακτινοβόλο σπινθήρα μιας υπέρτατης συμπαντικής έκρηξης. Η Hanna ήταν ένα supernova. Ένας καινοφανής αστέρας που πυρπολείται, φωτίζοντας το έρεβος και μετατρέποντας τη διαδρομή της σ’ ένα φωτεινό ίχνος στον ουρανό της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Σαν μια άλλη Φρίντα (Κάλο) κι αυτή, κατάφερε να δαμάσει το φυσικό πόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια των ήλων που τη διαπερνούσαν στη σπονδυλική στήλη και να τα μετατρέψει σε χαράξεις και ανεπανάληπτα σημάδια μιας μυστικής ζωγραφικής συμφωνίας που ανακαλύφθηκε ίσως κάτω από τους προαιώνιους αρκτικούς πάγους, βαθιά μέσα στα απάτητα παρθένα δάση των τροπικών ,στο κέντρο της ίδιας της γης με το διάπυρο μάγμα που διατηρεί τη ζωή ή στους αστερισμούς του πιο λαμπρού γαλαξία και της πρωταρχικής αόρατης ύλης που συνέχει τον κόσμο από την ώρα της πρώτης μεγάλης του έκρηξης.

Η Hanna δεν πέθανε.’Εγινε αστέρι στον ουρανό , έγινε ένα μικρό κομμάτι αστρικής σκόνης , επέστρεψε στην πιο καταστατική και αιώνια στοιχείωση που μας επιφυλάσσει μια αναπότρεπτη κοινή μοίρα ,ένας σιγαλός κοσμικός ψαλμός που θα δοξολογεί στις εσχατιές του χρόνου τη ματαιότητα αλλά και το μεγαλείο της αλήθειας της ύπαρξης.


Οι γυναικείοι κορμοί της Hanna ,στο φεστιβάλ Touch του 2004, θυμάμαι ακόμη , τυλιγμένοι στην προστατευτική γάζα που απαλύνει τον πόνο, σαβανωμένοι ή με τις πάνες μιας κυοφορίας και μιας γέννας που αέναα εναλλάσσεται στην διάρκεια του χρόνου, αποτελούσαν το πιο συγκλονιστικό καλλιτεχνικό της θεώρημα , που έμοιαζε να μη συντονίζεται κατά κανένα τρόπο με τον εικονογραφικό «θόρυβο» που αναπτύσσονταν γύρω της αρνούμενος να συντονιστεί ή αδύναμος ακόμη και να κατανοήσει το λιγόλογο σπαραγμό της που έμοιαζε με μια μυστική προσευχή.΄Εναν από τους πίνακες αυτούς , αγοράζοντας από τη Hanna( ναι, η τέχνη όταν είναι μονάκριβη μπορεί να πληρώνεται κιόλας) έχω από τότε στη δική μου μικρή προσωπική συλλογή, πολύτιμο απόκτημα και μαζί εκκωφαντική θραύση της σοβαροφάνειας και της μετριότητας των εικόνων που καθημερινά μας περιβάλλουν.

Η Hanna δεν ήταν όμως μόνο η ζωγράφος.Ήταν και περφόρμερ , μίμος , αφηγητής και ηθοποιός μιας προσωπικής πάντα διήγησης που ξεκινούσε και κατέληγε στο δικό της πραγματικό – ή εγκεφαλικό – δεν έχει σημασία , μοναδικό σύμπαν. Η Hanna στο κέντρο ενός κόσμου -του δικού της – και μια αέναη κίνηση προσώπων , ιδεών, γεγονότων γύρω από αυτή τη σπαρακτική παρουσία , που αρνούνταν πάντα να υποταχθεί. Μόνο η γνωριμία με τη Hanna , μπόρεσε να αποενοχοποιήσει την αντίληψή μου για το «απόλυτο» και τώρα που έφυγε θαρρώ πως η μνήμη της θα αποτελεί για μένα μια διαρκή αφετηρία για τη νοσταλγία του.

Η Hanna ήταν ένας «αναγεννησιακός» άνθρωπος.Μορφωμένη βαθιά , συγκροτημένη και ευαίσθητη στο βαθύ αίτημα του ανθρώπου για ελευθερία και αυτοδιάθεση κυρίως προσωπική , δεν δίσταζε να αυτοσαρκάζεται και να στηλιτεύει τη γερμανική οργανωτικότητα και έπαρση, μιλώντας πάντα με δίκαιο και απροκατάληπτο τρόπο για τους παλιούς και τους «νέους» ναζί του κόσμου μας και αρνούμενη πάντα να συμβιβαστεί με τις όποιες υλικές απολαύσεις και κυρίως με την εξαθλίωση των εξουσιών που στρέφονταν πάντα εναντίον και υπονόμευαν την πρωταρχική ουσία και την αξία των ανθρώπινων υπάρξεων.Η βαθιά αντεξουσιαστική της διάθεση και η κατανόησή της και η λύπη της για το «θάνατο ενός αναρχικού» υπήρξαν ένα από τα θέματα που ανέδειξε με την εικαστική της κατάθεση , εκθέτοντας στη Γερμανία στο παρελθόν ,σε μια εποχή που η υστερία των νεοσυντηρητικών φαιοχιτώνων είχε αρχίσει να ανακτά πάλι το πάνω χέρι, ξεπερνώντας τις ακατάλυτες ενοχές του αιματηρού παγκόσμιου πολέμου. Η Hanna ήταν αντιναζί και αντιφασίστας, όχι κατά δήλωση αλλά με το έργο και τη συγκλονιστική εικονογραφική της έμπνευση που αρνιόταν επίμονα πάντα να υποταχτεί στην κυριαρχία του θεάματος και κυρίως να ενσωματωθεί σε μια ένοχη σιωπηλή συνενοχή με τις κάθε λογής αυθεντίες.

Η Hanna είχε τη λεπταίσθητη ακρίβεια ενός χειρούργου, πράγμα που είχε υποστεί και η ίδια πάνω στο ταλαιπωρημένο της σώμα και τη γοητευτική εικαστική γραφή ενός μεσαιωνικού ΄Αραβα μινιατουρίστα ή ενός γιαπωνέζου πολεμιστή που συνταίριαζε πάντα με μαγικό τρόπο την καλλιγραφία και τις πολεμικές τέχνες ,ως αδιαίρετη όψη ενός κοινού οράματος για την ύπαρξη.Με φοβερή θυμούμαι περιέργεια, που μετατράπηκε αργότερα σε ένα διαρκή θαυμασμό, προσπαθούσα να ανακαλύψω με τη δύναμη ενός μεγεθυντικού φακού, τις αχνοδουλεμένες και λεπτεπίλεπτες αδιόρατες γραμμές του ζωγραφικού υφαντού που ύφαινε πάνω στο στιμόνι της ύπαρξής της, δημιουργ΄ωντας ένα μύθο βαμμένο με τα πιο ανεξίτηλα σκουρόχρωμα και αναπάντεχα χρώματα μιας θείας βαφής. Η Hanna ήταν προικισμένη και μύστης μιας τέχνης που δεν κατακτάται , δεν διδάσκεται , δεν κωδικοποιείται.Υπήρξε δασκάλα που δίδαξε και έκανε δυο γιους που σύμφωνα με το συγκλονιστικό βιογραφικό της το 2003,είναι εκείνοι που όταν θα φύγει θα αποδεικνύουν πως υπήρξε και πέρασε και αυτή απ’ αυτή τη ζωή.

Η Hanna ήταν μια τραγική φιγούρα , όπως και όλοι εκείνοι που έμελλαν να μπουν στο εικονοστάσιο των προσωπικών μου Αγίων και να καθαγιάζουν με το πέρασμά τους από τούτη τη γη, την μόνη παρηγοριά που απέμεινε ως απάντηση στην ανθρώπινη θνητότητα. Τον έρωτα και την τέχνη. «Η Τέχνη θέτει εν έργω την αλήθεια των όντων» διατύπωνε με το εύρος ενός τεράστιου διανοητικά ανθρώπου ο Μάρτιν Χάϊντεγγερ, ο μέγιστος φιλόσοφος του 20ου αιώνα και «η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε» έγραφε στα τέλη του αιώνα ο ποιητής και ζωγράφος Ν.Εγγονόπουλος . Η Hanna δεν άντεξε να μείνει πια μαζί μας ή διάλεξε να φύγει μ’ ένα τρόπο που επέλεξε στην Κρήτη….. την κοινή μοίρα μας…Καλό ταξίδι Hanna…Σ’ ευχαριστούμε που υπήρξες για μας και συγχώρεσέ μας που δεν μπορέσαμε –εν τέλει- να σε κατανοήσουμε όσο θά' θελες κι η ίδια…

Odyss 9.4.08