3.3.08

EMEIΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

Eγώ είναι ένας άλλος
Αρθούρος Ρεμπώ


Εικονογραφίες του ανώνυμου και του νεωτερικού
και ο επίμονος μετασχηματισμός τους
σε προσωπική και –εντέλει- συλλογική
αρχιτεκτονική εμπειρία

Κι όμως, η ποιητική της αρχιτεκτονικής μπορεί να αντλεί από την παράδοση που υπάρχει στο ευρύτερο πεδίο των προσωπικών προσλήψεων του δημιουργού. Η αναζήτηση των πολύπλευρων σχέσεων, αναφορών, διασυνδέσεων και ωσμώσεων που αποτυπώνουν, τεκμηριώνουν και τελικά τροφοδοτούν τις εκλεκτικές εκφραστικές στοιχειώσεις στο έργο του Αρχιτέκτονα, δεν είναι μια αφήγηση που μπορεί να έχει γραμμικό χαρακτήρα και πιο πολύ δεν μπορεί να καταρτίζεται με τα ορατά επιχειρήματα των λογικών ή και των συνειδητών επιλογών που αποκαλύπτονται -εν μέρει- στο κτισμένο του έργο.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η διατύπωση ενός προσωπικού οράματος και η μετατροπή του σε «κοινό τόπο»,στις διάφορες εκφάνσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, αποτελεί προϊόν που συσσωματώνει μια πληθώρα «παραδόσεων» και προσλήψεων και κυρίως βέβαια αποκαλύπτει με χαρακτηριστικό ή και λανθάνοντα τρόπο -τις πιο πολλές φορές- όλα εκείνα που στη διάρκεια του χρόνου και μέχρι την ώρα της «αποκάλυψης» τους, καταχωρίστηκαν στο νοητικό υπόστρωμα του Αρχιτέκτονα, μέχρι να τους δοθεί η δυνατότητα, διασπώντας και πολλές φορές απρόσκλητα εισβάλλοντας, να μνημειωθούν σε κτισμένο λεξιλόγιο που θέτει «εν έργω» και ουσιαστικά εκθέτει σε κοινή θέα και μεταγράφει σε όλες τις περιοχές του ορατού και του αντιληπτού, την εσωτερική όραση και την αλήθεια του δημιουργού τους. Τις περισσότερες φορές αυτή η θέαση αφορά μόνο μια περιορισμένη όψη αυτού του εσωτερικού τοπίου που ενίοτε μπορεί να αναζητεί πιο πολύπλοκες συσχετίσεις και να εντρυφεί -χωρίς και να το ομολογεί ίσως- σε περιοχές του ανείπωτου που θεσμίζονται σε ένα ριζικά διαφορετικό αρχιτεκτονικό φαντασιακό.

Η προσωπική διήγηση της διαρκούς αναζήτησης ενός εκμοντερνισμού, κατά βάθος αποτελεί αυτό που μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να στοιχειοθετεί νύξη, στις αλλεπάλληλες στρώσεις από εικονογραφίες και ερεθίσματα που έχει αθροίσει η εμπειρία, η εντρύφηση, η πληροφορία, ο χρόνος, σε μια πλειάδα αναφορών και συναντήσεων που μπορεί να πραγματοποιεί κανείς μέσα από την προσωπική πλεύση του στον ωκεανό των δημιουργικών εμπνεύσεων και της ματιάς των «άλλων».Ο Αλβάρο Σίζα, κάποια στιγμή έγραψε πως «..να αντιγράφεις ένα Αρχιτέκτονα δεν είναι καλό, το να αντιγράφεις πολλούς είναι ίσως και απαραίτητο…». Αυτή η γενναιόδωρη διατύπωση από ένα σύγχρονο σπουδαίο δημιουργό, κατ΄ ουσία ανακαλύπτει εκείνη τη βαθύτερη άδηλη ποιότητα που κατοικεί στις αναζητήσεις μας και πιο πολύ όταν εκείνες διαθέτουν κυριολεκτικά και αθώα ελατήρια που έχουν σχέση με την ίδια την ουσία της ύπαρξής και του ανθρώπου. Η ουμανιστική λοιπόν οπτική, ιδιαίτερα στη δημιουργική περιοχή της Αρχιτεκτονικής, μπορεί να μας εφοδιάζει με όλο εκείνο τον απαραίτητο εξοπλισμό που σαν ίζημα, όσο περνά ο χρόνος, κατασιγάζει τα πάθη, τις ρήξεις, την προσωπική μας εξέγερση και αφήνει να διαρκούν μόνο εκείνα που διαθέτουν την αντοχή και την αποσκευή -κατά βάθος- για να συγκροτήσουν την προσωπική μας μυθολογία.

"Στάλκερ" του Αντρέι Ταρκόφσκι. Οι στοιχειώσεις ενός α-τοπικού και α-χρονικού πεδίου εμπειριών, που δεν είναι μόνο απτό και «αντικειμενικό» αλλά τις περισσότερες φορές μετασχηματίζει σε χωρικό και υπερ-πραγματικό βίωμα τους ίδιους τους κυματισμούς της ανθρώπινης νόησης…



"Το αίνιγμα της ώρας" του μεταφυσικού Giorgio de Chirico, πρώιμη επιτομή μιας πυρέσσουσας και την ίδια στιγμή απόλυτα καθησυχαστικής, δισδιάστατης σχεδόν εικονογραφίας ενός δημόσιου χώρου που δεν βιώθηκε ποτέ…
"Οι αόρατες πόλεις" του Ιταλο Καλβίνο, η επαναθεμελίωση των τόπων μέσα από τις διατυπώσεις της φασματικής και φανταστικής ερμηνείας της ύπαρξης…

Jackson Pollock. "Αριθμός ένα",1950. Οι αφηρημένες ενσταλάξεις του στον ατέρμονα καμβά, επανασύσταση του συμπαντικού χάρτη των αστερισμών και των νεφελωμάτων και κατάληξη μιας πρώιμης τηλεσκοπικής ενόρασης και έμπνευσης, που κατάφερε να μεταγράψει σε εικαστικό δρώμενο τα αχανή εσωτερικά και εξωτερικά όρια της ύπαρξης…
"Καραγκιόζης". ΄Ένα ελληνικό θέατρο σκιών. Η επαφή με τις κλίμακες και οι «μεταβάσεις» στην ερμηνεία των πολύπλοκων σχέσεων του καθημερινού δημόσιου θεάτρου μέσα από τη γοητευτική, ιδρυτική της σχέσης μας με την ιδέα της αναπαράστασης, γνωριμία με τη σκηνική οικονομία και τον ολοφάνερα διαδραστικό κόσμο των σκιών και της πολύπλευρης ανεκτικής γλώσσας του καραγκιόζη.











Και οι πέντε αυτοί δημιουργικοί ή λογοπλαστικοί–φαινομενικά ασύνδετοι-μικρόκοσμοι, ενσωματώνουν και περιγράφουν ο καθένας με ένα ξεχωριστό μηχανισμό ερεθισμάτων της ανθρώπινης νόησης, ένα μη θεσμισμένο, άρα άκτιστο υπαρκτικό φαντασιακό που προσωπικά μου δημιουργούσε πάντα μια ανερμήνευτη κινητοποίηση και έθετε σε εγρήγορση τις οπτικές προσλήψεις και μαζί τη διανοητική αναζήτηση ενός κόσμου άρρητου, πλην όμως αναμφίβολα γοητευτικού. Κοντά σ΄αυτούς οι πόλεις και οι διαθλαστικές φιγούρες του Enki Bilal, οι πρωτογονικές διηγήσεις του Κόντογλου, ο αφαιρετικός σουπρεματισμός του Καζιμίρ Μάλεβιτς, σε συγχορδία με την «έφοδο στον ουρανό» του εκρηκτικού Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι.


Μπορούν οι κοσμικές σε κλίμακα χαράξεις στην κοιλάδα της Νάζκα στο Περού, να λειτουργούν ισότιμα με το συνθετικό «γεωμετρικό έπος» του Giuseppe Terragni; Giuseppe Terragni. «Νοvocomum,asilo infantile,casa bianca, casi del faschio».Η αστική γεωγραφία της αρχιτεκτονικής της μορφής μέσω μιας ποιητικής και παράφορης χωρογραφίας στη γεωμέτρηση των νέων υλικών, φουτουριστική επιτομή μιας εποχής ρήξεων και κινημάτων ,καταστατικό λεξιλόγιο του μοντερνισμού και δηλωμένη ή λανθάνουσα επιρροή στη μεγάλη αρχιτεκτονική του 20ου και του 21ου αιώνα…
Πόσο μπορεί να σχετίζονται τα σπαράγματα και οι θαμπές εικόνες της Αzzanathkona, της χαμένης πόλης κοντά στη Μεσοποταμία, με την πλουμιστή Σάναα στην Υεμένη και την παραληρηματική μητρόπολη της Νέας Υόρκης;; Πόση επιρροή μπορεί να έχει η μαγική
Χοζοβιώτισσα στην Αμοργό, η χιλιοζωγραφισμένη στην προσωπική μου εικονοποιία
Παναγία η Κερά στον κάμπο της Κριτσάς ,το κυκλικό λαϊκό σπίτι στους Παπαγιαννάδες Σητείας και το κομψό σπίτι του ΄50 στον παραλιακό δρόμο στον Άγιο Νικόλαο, με τη διαμόρφωση μιας προσωπικής αρχιτεκτονικής γλώσσας που αναζητεί τη θέση της κοντά σε μια παράδοση του μοντέρνου, που ξεκινά από τις ρήξεις του 19ου αιώνα, περνά από τα μανιφέστα του 20ου και φτάνει ίσαμε τις παρυφές του 21ου αιώνα αρνούμενη πάντα να υποταχθεί;





Ο στίχος του πέρση Τζελαλαντίν Ρουμί «..όλες οι σταγόνες της βροχής πέφτουν στη θάλασσα αλλά χωρίς αγάπη καμιά δεν γίνεται μαργαριτάρι…» μπορεί να δίνει την πιο ουσιαστική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα καθώς αθροίζεται και στοιχειοθετείται δίπλα στη «Διαθήκη» του Μιχάλη Κατσαρού που προτείνει «…αμφισβητείτε ακόμη και μένα που σας ιστορώ…» και εισάγει στο ήθος μιας άλλης συνείδησης που τίθεται όλη στην υπηρεσία, της απαλλαγμένης από δόγματα και αγκυλώσεις ανθρώπινης περιπέτειας και κοιτάζει τον κόσμο με ένα ανοικτό βλέμμα… «…Κι όταν γυρίσω και δεν με γνωρίσεις θα σου δώσω σημάδια για να πιστέψεις..».Τα τελευταία λόγια από το σενάριο του «Βλέμματος του Οδυσσέα» του Θ.Αγγελόπουλο, δανεισμένα από την τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας και την επιστροφή στο σπίτι-δοχείο ζωής, κατά πως θα ΄γραφε και ο Άρης Κωνσταντινίδης, στο τέλος (;) ενός κουραστικού ταξιδιού ,είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να περιγράψει την τεράστια τοιχογραφία της ίδιας της ζωής, με τον πιο απλό σχεδόν αυτονόητο τρόπο. Ο Aldo Rossi έλεγε πως του αρέσει η αρχιτεκτονική των φίλων του και εξηγούσε πως αυτοί είναι ο κόσμος του, οι ευαισθησίες του, οι προσλήψεις, η συνάντησή του με το περιεχόμενο ενός ,κατά τα άλλα, μοναχικού και όμως τόσο κοινού με πολλούς βίου.

Η αρχιτεκτονική κατά μιαν άλλη έννοια, είναι κάθε φορά αυτό που κτίζουμε μαζί με τον «άλλο», με όλους τους άλλους που θα βρεθούν δίπλα μας ή και απέναντί μας στη μεγάλη διαδρομή μιας εμπειρίας ζωής. Αυτό που κάθε φορά στοιχειώνεται δεν αποτελεί τη δική μας μόνο προσωπική αίσθηση και τα μύχια συναισθήματά μας, αλλά μια κοινή «συλλογική» υπόθεση όλων εκείνων που αποτελούν τη στρωματογραφία μας και φανερώνουν μέσα από την έκφρασή τους σε έργο και όταν το καταφέρουμε –σε κοινό τόπο-αυτά που όταν η σκόνη του χρόνου παραμεριστεί, αποκαλύπτουν το όραμα και την εικόνα του εσώτερου συλλογικού μας εαυτού. Δηλαδή εμάς και των άλλων που ο τόπος, ο χρόνος κι ο χώρος όρισαν για να αρθρώσουμε από κοινού τους ήχους μιας συμφωνίας. Μου αρέσει να λέω στους χρήστες της δικής μου αρχιτεκτονικής ,πως δεν κτίζω εγώ γι΄ αυτούς αλλά εκείνοι τον «εαυτό» τους. Έτσι μπορώ να ανακαλύπτω το μυστικό νήμα που μου χάρισαν δάσκαλοί μου σαν τον Δημήτρη Φιλιππίδη και τον Δημήτρη Αντωνακάκη που μου ΄δειξαν να βλέπω τον κόσμο και τον «άλλο» με ένα ανοικτό βλέμμα. Και να συγκινούμαι από τη συνάντηση που μου επιφυλάσσει η εμπειρία με τα οράματα και το υλικό μιας νεωτερικής εμπειρίας σαν του Τάκη Ζενέτου, του Giuseppe Terragni, του απλού ανώνυμου τεχνίτη στη λανθάνουσα μοντερνική παράδοση των νησιών του ελληνικού αρχιπελάγους. Και τη μυστική γοητεία του άρρητου κάτω από το φως των τρούλλων της Αγίας Σοφίας και της βυζαντινής Κεράς κοντά στην Κριτσά , με τις υπέροχες σμαραγδένιες τοιχογραφίες και τα τσεμπέρια στα πορτραίτα των γυναικών αγίων που μου θυμίζουν τη γιαγιά Μαρία και τα χιλιάδες ρέλια και υφάσματα στο ραφείο της των παιδικών μου χρόνων που αποτελούσαν το πρώτο υλικό για την αέναη σύνθεση του πρωτόλειου μωσαϊκού κόσμου των εμπνεύσεών μου που επιχειρούσε όλα να τα συνταιριάσει χωρίς υπακοή στις άκρες και τα περατά τους όρια.

Mια εικόνα του Banksy, φτιαγμένη με το μοναδικό ανατρεπτικό του βλέμμα, είναι το σχόλιο που αντιπροσωπεύει πιο πολύ στη συνείδησή μου την εικόνα του σημερινού Αρχιτέκτονα, στην αυγή μιας εποχής που ορισμένοι αρέσκονται να μιλούν για αναπαραστάσεις, σούπερ σχεδιαστικά προγράμματα, νέα αυτοδημιουργούμενα υλικά και τεράστιες και πέρα από έννοια «τεκτονικής ποιητικής» υβριδικές και μεταβαλλόμενες βιομορφικές μάζες που διαστρέφουν σχεδόν πάντα την
ερμηνεία των ίδιων των μορφών και απέχουν επιδεικτικά από κάθε αναζήτηση νοήματος στην Αρχιτεκτονική. Στην οργουελική μετάλλαξη των εικόνων και την υπονόμευση της αίσθησης του κτιστού και του κτισμένου μόνο μια στάση εναντιώνεται και μας κρατά σε επαφή με τον «άλλο». Η ανυπακοή στις στυλιστικές επιταγές της απόλυτα ελεγχόμενης από τις δυνάμεις της αγοράς και εξαχρειωμένης μεταλλαγής των αξιών χρήσης της αρχιτεκτονκής σε αξίες ανταλλαγής ,δηλαδή σε σκέτα και κυνικά εμπορεύματα που μετατρέπουν καθημερινά το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο σε εικόνες έτοιμες για εύπεπτη κατανάλωση. Η επίμονη αναζήτηση του αξιακού φορτίου μιας προσωπικής ποιητικής ίσως μπορεί να αντιστρατεύεται και να κάνει τα πράγματα να σιγοψιθυρίζουν έστω και καμιά φορά να σιγοτραγουδούν, σε αντίθεση με τη ρητορεία της μεταμόρφωσης της αρχιτεκτονικής σε σκοτεινή ήπειρο μιας αχανούς και αδηφάγας πολυσπερμίας που κατοικείται από «σκουλήκια» κάθε μορφής δημιουργημένα λες στο πιο κλειστοφοβικό και εφιαλτικό καφκικό περιβάλλον που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος και δεν μπορεί να το νοτίσει η βροχή με τις στάλες της.

H ουτοπία στην Αρχιτεκτονική σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε η πρώτη ύλη για να διατυπωθούν μανιφέστα και προγράμματα που ξεπερνώντας τις δεσμεύσεις και τις ορατές εικονογραφήσεις του πραγματικού κόσμου έθεταν στο κέντρο της συζήτησης και μετέτρεπαν ακόμη και σε πολιτικά προτάγματα τις πιο ακραίες διατυπώσεις μιας ανατρεπτικής συνθετικής και διανοητικής επεξεργασίας της εικόνας και της εξέλιξης της ανθρώπινης κατάστασης συνολικά. Αποτελούσε τη ριζοσπαστική κορύφωση στην έγνοια ενός κόσμου να κτίζει τις φαντασίες του πατώντας όμως γερά στη γη. Σήμερα κανένας δεν μπορεί πια να διαταράξει τη εμφανή καθημερινή προσομοίωση και εξομοίωση του γιγαντιαίου θεματικού πάρκου της αρχιτεκτονικής που σαν κενή νοήματος no-land κτίζεται με τα ίδια flexible υλικά και απαράλλαχτη visual προσέγγιση σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου κα(πι)ταυλισμού πολύ μακριά από την ανθρώπινη βάση της ύπαρξής μας και της σχέση μας με τον «άλλο»,πολύ πέρα από τον ανθρώπινο πολιτισμό που εξημερώνει τη βαρβαρότητά μας….

O.Σγουρός / 3.3.2008